- πηρομελία
- και πηρομέλεια, η, Νιατρ. συγγενής απουσία ή διαμαρτία διαπλάσεως τών άκρων, σπάνιο φαινόμενο ώς τις αρχές τής δεκαετίας τού 1960, οπότε άρχισαν να εμφανίζονται τα τραγικά αποτελέσματα από τη χρήση τού φαρμάκου θαλιδομήδη, φαινόμενο που προκαλείται από σφάλματα στη διαίρεση τού εμβρύου κατά την πρώιμη ενδομήτρια ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peromelia (< πηρομελής)].
Dictionary of Greek. 2013.